μονοσήμαντος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(25)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von <b class="b2">einer</b> Bedeutung.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0205.png Seite 205]] Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von [[einer]] Bedeutung.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονοσήμαντος]], -ον)<br />(για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο [[σημασία]], μονόσημη<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[παράσταση]] μαθηματικών συμβόλων) αυτή που παριστάνει ένα μόνο [[σύμβολο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>σήμαντος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονοσήμαντος]], -ον)<br />(για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο [[σημασία]], μονόσημη<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[παράσταση]] μαθηματικών συμβόλων) αυτή που παριστάνει ένα μόνο [[σύμβολο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]]), [[πρβλ]]. [[πολυσήμαντος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:49, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 205] Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von einer Bedeutung.

Greek (Liddell-Scott)

μονοσήμαντος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνην σημασίαν, Εὐσέβ. ἐν Φωτ. 105. 31· - οὕτω μονόσημος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 47. 61.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονοσήμαντος, -ον)
(για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο σημασία, μονόσημη
νεοελλ.
(για παράσταση μαθηματικών συμβόλων) αυτή που παριστάνει ένα μόνο σύμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σημαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυσήμαντος].