χρυσοϋφής: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ, και [[χρυσυφής]] και [[χρυσοφής]] Μ<br />ο χρυσοΰφαντος<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για λόγο) περίτεχνα διατυπωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>υφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕφος]] «ύφασμα»), [[πρβλ]]. <i>λεπτο</i>-<i>ϋφής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ, και [[χρυσυφής]] και [[χρυσοφής]] Μ<br />ο χρυσοΰφαντος<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για λόγο) περίτεχνα διατυπωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>υφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕφος]] «ύφασμα»), [[πρβλ]]. [[λεπτοϋφής]]].
}}
}}

Revision as of 06:50, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοϋφής Medium diacritics: χρυσοϋφής Low diacritics: χρυσοϋφής Capitals: ΧΡΥΣΟΫΦΗΣ
Transliteration A: chrysoüphḗs Transliteration B: chrysouphēs Transliteration C: chrysoyfis Beta Code: xrusou+fh/s

English (LSJ)

[ῠ], ές, interwoven with gold, χιτῶνες Callix.2, Hdn. 5.3.6, cf. Chares 4J.; τήβεννα Ptol.Euerg.3J.; μίτραι D.S.5.46.

German (Pape)

[Seite 1382] ές, = Vorigem; Chares bei Ath. 538 d; Hdn. 5, 3,12, u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοϋφής: златотканный или шитый золотом (μίτρα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοϋφής: -ές, = τῷ προηγ., Καλλὶξ παρ’ Ἀθην. 196F, Διόδ. 5. 46· τὰ χρυσοϋφῆ Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ, και χρυσυφής και χρυσοφής Μ
ο χρυσοΰφαντος
μσν.
μτφ. (για λόγο) περίτεχνα διατυπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -υφής (< ὕφος «ύφασμα»), πρβλ. λεπτοϋφής].