ωραιόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(ως ερμ. της λ. [[εὐῶπις]]) αυτός που έχει ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὡραῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όφθαλμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]]), [[πρβλ]]. <i>μεγαλ</i>-<i>όφθαλμος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(ως ερμ. της λ. [[εὐῶπις]]) αυτός που έχει ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὡραῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όφθαλμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλόφθαλμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ως ερμ. της λ. εὐῶπις) αυτός που έχει ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μεγαλόφθαλμος].