ἑτοιμοπειθής: Difference between revisions
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτοιμοπειθής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που πείθεται εύκολα, ο [[ευκολόπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἑτοιμοπειθής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που πείθεται εύκολα, ο [[ευκολόπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), [[πρβλ]]. [[ευπειθής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 8 May 2023
English (LSJ)
ές, ready to obey, Hdn.Epim.38.
German (Pape)
[Seite 1052] ές, bereit zu gehorchen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμοπειθής: -ές, ἑτοίμως πειθόμενος, Ἡρῳδιαν. ἐπιμερισμ. σ. 38, ἔκδ. Boiss.
Greek Monolingual
ἑτοιμοπειθής, -ές (ΑΜ)
αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πειθής (< πείθω), πρβλ. ευπειθής].