φάγαινα: Difference between revisions
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
Tag: Undo |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[αδηφαγία]]<br /><b>2.</b> [[φαγέδαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' του [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαγεῖν]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i>, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[αδηφαγία]]<br /><b>2.</b> [[φαγέδαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' του [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαγεῖν]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i>, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> [[γάγγραινα]], [[φλύκταινα]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:10, 8 May 2023
English (LSJ)
[φᾰ], ἡ, A = ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία, Ammon.Diff. p.136V. II = φαγέδαινα 1.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1249] ἡ, Freßsucht, Heißhunger, – übh. = φαγέδαινα, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
φάγαινα: ἡ, «ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία» Ἀμμώνιος σ. 142. ΙΙ. = φαγέδαινα 1, «φάγαινα· φαγέδαινα, νόσος, φῦμα ἑλκῶδες νεμόμενον» Ησύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. αδηφαγία
2. φαγέδαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -αινα, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (πρβλ. γάγγραινα, φλύκταινα)].