νηπιόεις: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(6_8)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηπιόεις''': -εσσα, -εν, ποιητ. ἀντὶ [[νήπιος]], Α. Β. 1089.
|lstext='''νηπιόεις''': -εσσα, -εν, ποιητ. ἀντὶ [[νήπιος]], Α. Β. 1089.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηπιόεις]], -εσσα, -εν (Μ)<br />(ποιητ. τ. [[αντί]] [[νήπιος]]) αυτός που συμπεριφέρεται σαν [[νήπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήπιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> [[αγριόεις]], [[μελανόεις]])].
}}
{{pape
|ptext=εσσα, εν, poet. = [[νήπιος]], <i>Orac.Sib</i>., zweifelhaft.
}}
}}

Latest revision as of 08:15, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

νηπιόεις: -εσσα, -εν, ποιητ. ἀντὶ νήπιος, Α. Β. 1089.

Greek Monolingual

νηπιόεις, -εσσα, -εν (Μ)
(ποιητ. τ. αντί νήπιος) αυτός που συμπεριφέρεται σαν νήπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αγριόεις, μελανόεις)].

German (Pape)

εσσα, εν, poet. = νήπιος, Orac.Sib., zweifelhaft.