ξιφασκία: Difference between revisions

From LSJ

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ξιφασκία]])<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του χειρισμού του ξίφους<br /><b>2.</b> η [[άσκηση]] στον χειρισμό του ξίφους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξιφομαχία]] για [[ψυχαγωγία]], [[άθλημα]] [[κατά]] το οποίο χρησιμοποιούνται [[ξίφη]] για [[επίθεση]] και [[άμυνα]] με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με συγκεκριμένους ειδικούς κανόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ασκία</i>, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. <i>ξιφασκῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σωμ</i>-<i>ασκία</i>, <i>φων</i>-<i>ασκία</i>)].
|mltxt=η (Α [[ξιφασκία]])<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] του χειρισμού του ξίφους<br /><b>2.</b> η [[άσκηση]] στον χειρισμό του ξίφους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξιφομαχία]] για [[ψυχαγωγία]], [[άθλημα]] [[κατά]] το οποίο χρησιμοποιούνται [[ξίφη]] για [[επίθεση]] και [[άμυνα]] με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με συγκεκριμένους ειδικούς κανόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ασκία</i>, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. <i>ξιφασκῶ</i> (<b>πρβλ.</b> [[σωμασκία]], [[φωνασκία]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

η (Α ξιφασκία)
1. η τέχνη του χειρισμού του ξίφους
2. η άσκηση στον χειρισμό του ξίφους
νεοελλ.
ξιφομαχία για ψυχαγωγία, άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για επίθεση και άμυνα με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με συγκεκριμένους ειδικούς κανόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ασκία, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. ξιφασκῶ (πρβλ. σωμασκία, φωνασκία)].