τσαμπουκαλής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. τσαμπουκαλού και τσαμπουκαλίδισσα, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κάνει τσαμπουκά, [[δηλαδή]] [[τατουάζ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άνθρωπος]] του υποκόσμου<br />β) [[μάγκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τσαμπουκάς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>λής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μουστακα</i>-<i>λής</i>, <i>παρα</i>-<i>λής</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. τσαμπουκαλού και τσαμπουκαλίδισσα, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κάνει τσαμπουκά, [[δηλαδή]] [[τατουάζ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άνθρωπος]] του υποκόσμου<br />β) [[μάγκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τσαμπουκάς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>λής</i> (<b>πρβλ.</b> [[μουστακαλής]], [[παραλής]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, θηλ. τσαμπουκαλού και τσαμπουκαλίδισσα, Ν
1. αυτός που έχει κάνει τσαμπουκά, δηλαδή τατουάζ
2. μτφ. α) άνθρωπος του υποκόσμου
β) μάγκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκάς + κατάλ. -λής (πρβλ. μουστακαλής, παραλής)].