σαόμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να [[είναι]] σώοι και υγιείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάος]] / <i>σῶς</i> «[[σώος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μρατός</i>, <b>βλ. λ.</b> [[βροτός]]), <b>πρβλ.</b> <i>θελξί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να [[είναι]] σώοι και υγιείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάος]] / <i>σῶς</i> «[[σώος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μρατός</i>, <b>βλ. λ.</b> [[βροτός]]), <b>πρβλ.</b> [[θελξίμβροτος]], [[τερψίμβροτος]])].
}}
}}

Revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰόμβροτος Medium diacritics: σαόμβροτος Low diacritics: σαόμβροτος Capitals: ΣΑΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: saómbrotos Transliteration B: saombrotos Transliteration C: saomvrotos Beta Code: sao/mbrotos

English (LSJ)

ον, preserving mortals, Procl.H.7.40.

German (Pape)

[Seite 861] = σαοσίμβροτος, Procl. H. in Minerv. 40, richtigere Form als das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

σαόμβροτος: -ον, ὁ σῴζων τοὺς βροτούς, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 40.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να είναι σώοι και υγιείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. θελξίμβροτος, τερψίμβροτος)].