σαόμβροτος: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να [[είναι]] σώοι και υγιείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάος]] / <i>σῶς</i> «[[σώος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μρατός</i>, <b>βλ. λ.</b> [[βροτός]]), <b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να [[είναι]] σώοι και υγιείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάος]] / <i>σῶς</i> «[[σώος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μρατός</i>, <b>βλ. λ.</b> [[βροτός]]), <b>πρβλ.</b> [[θελξίμβροτος]], [[τερψίμβροτος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:25, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, preserving mortals, Procl.H.7.40.
German (Pape)
[Seite 861] = σαοσίμβροτος, Procl. H. in Minerv. 40, richtigere Form als das Vorige.
Greek (Liddell-Scott)
σαόμβροτος: -ον, ὁ σῴζων τοὺς βροτούς, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 40.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να είναι σώοι και υγιείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. θελξίμβροτος, τερψίμβροτος)].