ὑπεράριθμος: Difference between revisions

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπεράριθμος]], -ον, ΝΜ<br />(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που [[είναι]] [[πέρα]] από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, [[παραπανήσιος]] (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br />(για την Αγία Τριάδα) αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τους αριθμούς, για τον οποίο δεν ισχύει [[αρίθμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριθμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐν</i>-<i>άριθμος</i>, <i>συν</i>-<i>άριθμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπεράριθμος]], -ον, ΝΜ<br />(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που [[είναι]] [[πέρα]] από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, [[παραπανήσιος]] (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br />(για την Αγία Τριάδα) αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τους αριθμούς, για τον οποίο δεν ισχύει [[αρίθμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριθμός]] (<b>πρβλ.</b> [[ἐνάριθμος]], [[συνάριθμος]])].
}}
}}

Revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράριθμος Medium diacritics: ὑπεράριθμος Low diacritics: υπεράριθμος Capitals: ΥΠΕΡΑΡΙΘΜΟΣ
Transliteration A: hyperárithmos Transliteration B: hyperarithmos Transliteration C: yperarithmos Beta Code: u(pera/riqmos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, supernumerary, Procop.Arc.24.

German (Pape)

[Seite 1191] überzählig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράριθμος: -ον, ὁ ὑπὲρ τὸν συνήθη ἢ ἀπαιτούμενον ἀριθμόν, ὑπεράριθμοι σχολαρίων Προκοπ. Ἀνέκδ. 24, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙ. ὁ ὑπὲρ πάντα ἀριθμόν. Ἀναστ. Σιν. 56Β, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπεράριθμος, -ον, ΝΜ
(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι πέρα από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, παραπανήσιος (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.)
μσν.
(για την Αγία Τριάδα) αυτός που βρίσκεται πέρα από τους αριθμούς, για τον οποίο δεν ισχύει αρίθμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀριθμός (πρβλ. ἐνάριθμος, συνάριθμος)].