ῥυσαλέος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, -α, -ον, Α<br />(για παραγινωμένο [[φρούτο]]) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥυσός]] / [[ῥυσσός]] «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γηρ</i>-<i>αλέος</i>, <i>πειν</i>-<i>αλέος</i>)].
|mltxt=και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, -α, -ον, Α<br />(για παραγινωμένο [[φρούτο]]) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥυσός]] / [[ῥυσσός]] «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γηραλέος]], [[πειναλέος]])].
}}
}}

Revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡσᾰλέος Medium diacritics: ῥυσαλέος Low diacritics: ρυσαλέος Capitals: ΡΥΣΑΛΕΟΣ
Transliteration A: rhysaléos Transliteration B: rhysaleos Transliteration C: rysaleos Beta Code: r(usale/os

English (LSJ)

η, ον, wrinkled, ὀπώρη Nic.Al. 181.

German (Pape)

[Seite 852] runzlig, Nic. Al. 180, auch ῥυσσαλέος geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσᾰλέος: (ποιητ. ῥυσσαλέος) α, ον, ἐρρυσωμένος, ἐρρυτιδωμένος, πεπανθείς, ὀπώρην ῥυσσαλέην, «ἤτοι τὴν πεπανθεῖσαν καὶ πέπειρον» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 180.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, -α, -ον, Α
(για παραγινωμένο φρούτο) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κατάλ. -αλέος (πρβλ. γηραλέος, πειναλέος)].