ὀχός: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀχός]], -ή, -όν (Α)<br />[[σταθερός]], στέρεος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὀχ</i>- <i>του ἔχω</i> (Ι). Ο τ. εμφανίζεται ευρύτατα στα σύνθ. σε -<i>οχος</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=[[ὀχός]], -ή, -όν (Α)<br />[[σταθερός]], στέρεος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὀχ</i>- <i>του ἔχω</i> (Ι). Ο τ. εμφανίζεται ευρύτατα στα σύνθ. σε -<i>οχος</i> (<b>πρβλ.</b> [[δρύοχος]], [[ηνίοχος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:27, 8 May 2023
English (LSJ)
όν, (ἔχω) firm, secure, Ph.Byz.Mir.1.5.
German (Pape)
[Seite 431] haltend, tragend, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχός: -ή, -όν, (ἔχω) ὁ κρατῶν, βαστάζων τι, Φίλων Βυζ. π. τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 1.
Greek Monolingual
ὀχός, -ή, -όν (Α)
σταθερός, στέρεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ- του ἔχω (Ι). Ο τ. εμφανίζεται ευρύτατα στα σύνθ. σε -οχος (πρβλ. δρύοχος, ηνίοχος)].