μυρμηγκόνα: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρμηγκόνα]], ἡ (Μ)<br />[[είδος]] αράχνης ή μεγάλο [[μυρμήγκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυρμήγκι]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>όνα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κασ</i>-<i>όνα</i>)].
|mltxt=[[μυρμηγκόνα]], ἡ (Μ)<br />[[είδος]] αράχνης ή μεγάλο [[μυρμήγκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυρμήγκι]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>όνα</i> ([[πρβλ]]. [[κασόνα]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 8 May 2023

Greek Monolingual

μυρμηγκόνα, ἡ (Μ)
είδος αράχνης ή μεγάλο μυρμήγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρμήγκι + μεγεθ. κατάλ. -όνα (πρβλ. κασόνα)].