νοσιάρης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοσιάρης]], -ες (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[βλάβη]]<br /><b>2.</b> αυτός που νοσεί ηθικά, διεφθαρμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αρρωστ</i>-<i>ιάρης</i>)].
|mltxt=[[νοσιάρης]], -ες (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[βλάβη]]<br /><b>2.</b> αυτός που νοσεί ηθικά, διεφθαρμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. [[αρρωστιάρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:36, 8 May 2023

Greek Monolingual

νοσιάρης, -ες (Μ)
1. αυτός που προκαλεί βλάβη
2. αυτός που νοσεί ηθικά, διεφθαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. αρρωστιάρης)].