νοσιάρης: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(27) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νοσιάρης]], -ες (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[βλάβη]]<br /><b>2.</b> αυτός που νοσεί ηθικά, διεφθαρμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ( | |mltxt=[[νοσιάρης]], -ες (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[βλάβη]]<br /><b>2.</b> αυτός που νοσεί ηθικά, διεφθαρμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. [[αρρωστιάρης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:36, 8 May 2023
Greek Monolingual
νοσιάρης, -ες (Μ)
1. αυτός που προκαλεί βλάβη
2. αυτός που νοσεί ηθικά, διεφθαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. αρρωστιάρης)].