νηκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
(6_12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηκτήρ''': -ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., μεταγεν.
|lstext='''νηκτήρ''': -ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηκτήρ]], ὁ (Α) [[νήκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νηκ</i>- του [[νήχω]] «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[δεκτήρ]])].
}}
{{pape
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>der [[Schwimmer]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

νηκτήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., μεταγεν.

Greek Monolingual

νηκτήρ, ὁ (Α) νήκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηκ- του νήχω «κολυμπώ» + επίθημα -τήρ (πρβλ. δεκτήρ)].

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Schwimmer, Sp.