ξυσιά: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ίχνος]] από [[ξύσιμο]] που μένει σε μια [[επιφάνεια]] με την [[επενέργεια]] ενός αιχμηρού οργάνου, το [[ξύσιμο]], η [[ξυσιματιά]]<br /><b>2.</b> το [[ξύσιμο]] ενός αντικειμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξυσ</i>- του [[ξύνω]], <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>έ</i>-<i>ξυσ</i>-<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φτυσ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ίχνος]] από [[ξύσιμο]] που μένει σε μια [[επιφάνεια]] με την [[επενέργεια]] ενός αιχμηρού οργάνου, το [[ξύσιμο]], η [[ξυσιματιά]]<br /><b>2.</b> το [[ξύσιμο]] ενός αντικειμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξυσ</i>- του [[ξύνω]], <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>έ</i>-<i>ξυσ</i>-<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. [[φτυσιά]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

η
1. ίχνος από ξύσιμο που μένει σε μια επιφάνεια με την επενέργεια ενός αιχμηρού οργάνου, το ξύσιμο, η ξυσιματιά
2. το ξύσιμο ενός αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ- του ξύνω, πρβλ. αόρ. έ-ξυσ-α + κατάλ. -ιά (πρβλ. φτυσιά)].