μυρμηγκιά: Difference between revisions
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
(26) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και μερμηγκιά και [[μυρμηκιά]], η (ΑΜ [[μυρμηκία]] και [[μυρμηκιά]], ή και [[μυρμήκια]], τὰ)<br /><b>1.</b> [[φωλιά]] μυρμηγκιών, [[μυρμηγκότρυπα]] («ἔτι δὲ oἱ μύρμηκες ὑπ' ὀριγάνου καὶ θείου περιπαττομένων [[λείων]] ἐκλείπουσι τὰς [[μυρμηκίας]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> μεγάλο και πυκνό [[πλήθος]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μυρμηκίαι ἐκτράπελοι» — η [[κύμανση]], ο [[χρωματισμός]] της φωνής που γίνεται με τρόπο ώστε να προκαλεί δυσάρεστο ερεθισμό στο [[αφτί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> περιληπτική κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> [[θημωνιά]]). Οι νεοελλ. τ. [[μυρμηγκιά]] / <i>μερμηγκιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[μυρμήγκι]] / [[μερμήγκι]]. Για το -<i>γκ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[μυρμήγκι]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και μερμηγκιά και [[μυρμηκιά]], η (ΑΜ [[μυρμηκία]] και [[μυρμηκιά]], ή και [[μυρμήκια]], τὰ)<br /><b>1.</b> [[φωλιά]] μυρμηγκιών, [[μυρμηγκότρυπα]] («ἔτι δὲ oἱ μύρμηκες ὑπ' ὀριγάνου καὶ θείου περιπαττομένων [[λείων]] ἐκλείπουσι τὰς [[μυρμηκίας]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> μεγάλο και πυκνό [[πλήθος]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μυρμηκίαι ἐκτράπελοι» — η [[κύμανση]], ο [[χρωματισμός]] της φωνής που γίνεται με τρόπο ώστε να προκαλεί δυσάρεστο ερεθισμό στο [[αφτί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> περιληπτική κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> [[θημωνιά]]). Οι νεοελλ. τ. [[μυρμηγκιά]] / <i>μερμηγκιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[μυρμήγκι]] / [[μερμήγκι]]. Για το -<i>γκ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[μυρμήγκι]]].<br /> <b>(II)</b><br />και μερμηγκιά και [[μυρμηκία]], η (ΑΜ [[μυρμηκία]])<br />[[ακροχορδόνα]], [[κρεατοελιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[μυρμηκία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> ([[πρβλ]]. [[παχυδερμία]]). Οι νεοελλ. τ. [[μυρμηγκιά]] / <i>μερμηγκιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[μυρμήγκι]] / [[μερμήγκι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 8 May 2023
Greek Monolingual
(I)
και μερμηγκιά και μυρμηκιά, η (ΑΜ μυρμηκία και μυρμηκιά, ή και μυρμήκια, τὰ)
1. φωλιά μυρμηγκιών, μυρμηγκότρυπα («ἔτι δὲ oἱ μύρμηκες ὑπ' ὀριγάνου καὶ θείου περιπαττομένων λείων ἐκλείπουσι τὰς μυρμηκίας», Αριστοτ.)
2. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος
3. αφθονία
αρχ.
φρ. «μυρμηκίαι ἐκτράπελοι» — η κύμανση, ο χρωματισμός της φωνής που γίνεται με τρόπο ώστε να προκαλεί δυσάρεστο ερεθισμό στο αφτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + περιληπτική κατάλ. -ιά (πρβλ. θημωνιά). Οι νεοελλ. τ. μυρμηγκιά / μερμηγκιά < μυρμήγκι / μερμήγκι. Για το -γκ- βλ. λ. μυρμήγκι].
(II)
και μερμηγκιά και μυρμηκία, η (ΑΜ μυρμηκία)
ακροχορδόνα, κρεατοελιά
νεοελλ.
ιατρ. βλ. μυρμηκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. -ία (πρβλ. παχυδερμία). Οι νεοελλ. τ. μυρμηγκιά / μερμηγκιά < μυρμήγκι / μερμήγκι].