θημωνιά
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
English (LSJ)
(not θημωνία), ἡ, = θημών (heap), θ. ἅλωνος LXX Jb.5.26; συνήγαγον αὐτοὺς θημωνιὰς θημωνιάς ib.Ex.8.14(10), cf. Eust.1539.16:—also θειμωνείαι and θημονιαί, Hsch.
Greek Monolingual
και θημωνία και θεμωνιά (ΑΜ θημωνιά και στον Ησύχ. και θειμωνία και θημονιά) θημών
νεοελλ.-μσν.
ο σωρός που σχηματίζεται από δεμάτια θερισμένων σιτηρών ή χόρτων
αρχ.
κάθε σωρός.