ξυληρός: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξυληρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξυλεία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ξυληρά</i><br />[[τόπος]] αγοράς ξυλείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ( | |mltxt=[[ξυληρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξυλεία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ξυληρά</i><br />[[τόπος]] αγοράς ξυλείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[αιχμηρός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 8 May 2023
English (LSJ)
ά, όν, A appertaining to timber, σταθμοί SIG975.2 (Delos, iii B. C.). II ξυληρά, ἡ, timber-market, PTeb.316.95 (i A. D.).
Greek Monolingual
ξυληρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλεία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυληρά
τόπος αγοράς ξυλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός)].