ομφαλιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀμφαλιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />[[εργαλείο]] για την [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>ὀμφαλίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βραχιονισ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=[[ὀμφαλιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />[[εργαλείο]] για την [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>ὀμφαλίζω</i> ([[πρβλ]]. [[βραχιονιστήρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:48, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀμφαλιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
εργαλείο για την αποκοπή του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. -τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. ὀμφαλίζω (πρβλ. βραχιονιστήρ)].