Φράγκος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(45) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της δυτικής Ευρώπης, [[χωρίς]] εθνολογική [[διάκριση]]<br /><b>2.</b> Ρωμαιοκαθολικός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι Φράγκοι</i><br />[[γερμανικός]] [[λαός]] που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη [[δεξιά]] όχθη του Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή Γαλατία.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν<br /><b>1.</b> [[κάτοικος]] της δυτικής Ευρώπης, [[χωρίς]] εθνολογική [[διάκριση]]<br /><b>2.</b> Ρωμαιοκαθολικός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι Φράγκοι</i><br />[[γερμανικός]] [[λαός]] που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη [[δεξιά]] όχθη του Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή Γαλατία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>Francus</i> «[[Γάλλος]]». Η λ. απαντά και ως α' συνθετικό ουσ. με σημ. «[[ρωμαιοκαθολικός]], μη [[ορθόδοξος]]» ([[πρβλ]]. [[φραγκοκλησιά]], [[φραγκόπαπας]]), [[αλλά]] και με σημ. «[[ξένος]], μη [[ντόπιος]]», συν. σε κν. ονομ. ζώων και [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> [[φραγκόκοτα]], [[φραγκοστάφυλο]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν
1. κάτοικος της δυτικής Ευρώπης, χωρίς εθνολογική διάκριση
2. Ρωμαιοκαθολικός
νεοελλ.
στον πληθ. οι Φράγκοι
γερμανικός λαός που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη δεξιά όχθη του Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. Francus «Γάλλος». Η λ. απαντά και ως α' συνθετικό ουσ. με σημ. «ρωμαιοκαθολικός, μη ορθόδοξος» (πρβλ. φραγκοκλησιά, φραγκόπαπας), αλλά και με σημ. «ξένος, μη ντόπιος», συν. σε κν. ονομ. ζώων και φυτών (πρβλ. φραγκόκοτα, φραγκοστάφυλο)].