πανήμαρ: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (<b>επικ. τ.</b>) [[κατά]] τη [[διάρκεια]] όλης της ημέρας, καθ' όλη την [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἦμαρ]] «[[ημέρα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αντ</i>-[[ήμαρ]])].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (<b>επικ. τ.</b>) [[κατά]] τη [[διάρκεια]] όλης της ημέρας, καθ' όλη την [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἦμαρ]] «[[ημέρα]]» ([[πρβλ]]. [[αντήμαρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (επικ. τ.) κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, καθ' όλη την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἦμαρ «ημέρα» (πρβλ. αντήμαρ)].