σκιρρίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[τεχνίτης]] που κάνει επιχρίσεις με γύψο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>α</i> «σκληρή γη, γύψινη» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποταμ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[τεχνίτης]] που κάνει επιχρίσεις με γύψο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>α</i> «σκληρή γη, γύψινη» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[ποταμίτης]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Gypsarbeiter]]</i>.
|ptext=ὁ, <i>[[Gypsarbeiter]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὁ, Μ
τεχνίτης που κάνει επιχρίσεις με γύψο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)α «σκληρή γη, γύψινη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. ποταμίτης)].

German (Pape)

ὁ, Gypsarbeiter.