πυρσοφόρος: Difference between revisions
mNo edit summary |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> Ο [[πυρφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πυρσοφόρος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγγεῖον εὐμέγεθες, εἰς ὅ ξύλα ἐστίθεσαν πεπυρωμένα. ἤ ὁ τὸ πῡρ φέρων ἀπὸ τοῦ πρώτου βωμοῦ ἐπὶ τὰ [[ὅρια]], καὶ φυλάττων μὴ ἀποσβεσθῇ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> Ο [[πυρφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πυρσοφόρος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγγεῖον εὐμέγεθες, εἰς ὅ ξύλα ἐστίθεσαν πεπυρωμένα. ἤ ὁ τὸ πῡρ φέρων ἀπὸ τοῦ πρώτου βωμοῦ ἐπὶ τὰ [[ὅρια]], καὶ φυλάττων μὴ ἀποσβεσθῇ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[ὑδροφόρος]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, A carrying fire, νάρθηξ Nonn.D.7.340, al., dub. in D.S.20.48. II Subst., torch-bearer, Hsch.; large brazier, Id.
German (Pape)
[Seite 825] Feuer tragend, hervorbringend; ὀϊστοί, wie πυρφόροι, D. Sic. 20, 48; νάρθηξ, Nonn. 7, 340.
Russian (Dvoretsky)
πυρσοφόρος: Diod. v.l. = πυρφόρος I.
Greek (Liddell-Scott)
πυρσοφόρος: -ον, ὁ φέρων πῦρ, νάρθηξ Νόνν. Δ. 7. 340, κτλ.· - παρὰ Διοδ. 20. 48, πυρφόρους ἐκ διορθώσεως τοῦ L. Dind. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., «ἀγγεῖον εὐμέγεθες, εἰς ὃ ξύλα ἐτίθεσαν πεπυρωμένα. ἢ ὁ τὸ πῦρ φέρων ἀπὸ τοῦ πρώτου βωμοῦ ἐπὶ τὰ ὅρια, καὶ φυλάττων μὴ ἀποσβεσθῇ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. Ο πυρφόρος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ πυρσοφόρος
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῖον εὐμέγεθες, εἰς ὅ ξύλα ἐστίθεσαν πεπυρωμένα. ἤ ὁ τὸ πῡρ φέρων ἀπὸ τοῦ πρώτου βωμοῦ ἐπὶ τὰ ὅρια, καὶ φυλάττων μὴ ἀποσβεσθῇ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. ὑδροφόρος).