υγροτροφικός: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(για ζώα) αυτός που τρέφεται [[μέσα]] στο [[νερό]], [[υδρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[τροφικός]], μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>ὑγροτρόφος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κοινο</i>-[[τροφικός]])].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(για ζώα) αυτός που τρέφεται [[μέσα]] στο [[νερό]], [[υδρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[τροφικός]], μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>ὑγροτρόφος</i> ([[πρβλ]]. [[κοινοτροφικός]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(για ζώα) αυτός που τρέφεται μέσα στο νερό, υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τροφικός, μέσω ενός αμάρτυρου τ. ὑγροτρόφος (πρβλ. κοινοτροφικός)].