σταιτίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[στατίτης]] και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[σταίτινος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[είδος]] άρτου<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Επίχ.) «πλακοῦς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταῖς]], <i>σταιτός</i> «[[ζυμάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ( | |mltxt=και [[στατίτης]] και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[σταίτινος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[είδος]] άρτου<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Επίχ.) «πλακοῦς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταῖς]], <i>σταιτός</i> «[[ζυμάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[μηλίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 8 May 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,= σταίτινος, Epich.52, Sophr.28.
German (Pape)
[Seite 928] ὁ, = σταίτινος, bes. ein Kuchen aus Weizenmehl; Epicharm. bei Ath. III, 110 b, vgl. XIV, 646 b; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σταιτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 110Β.
Greek Monolingual
και στατίτης και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α
1. ο σταίτινος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος άρτου
3. (κατά τον Επίχ.) «πλακοῦς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].