υδροθήκη: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑδροθήκη]], ΝΑ<br />[[δεξαμενή]] νερού, [[στέρνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> το [[σύνολο]] τών δεξαμενών του κύτους τών πλοίων, στις οποίες αποθηκεύεται πόσιμο [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> χονδρό [[περίδερμα]] τών αποικιών τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων το οποίο καλύπτει τη [[βάση]] τών υδράνθων και τα γονοφόρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]] (<b>πρβλ.</b> <i>βιβλιο</i>-[[θήκη]]). Ως επιστημ. όρος της Νεοελληνικής η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>hydrotheque</i>].
|mltxt=η / [[ὑδροθήκη]], ΝΑ<br />[[δεξαμενή]] νερού, [[στέρνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> το [[σύνολο]] τών δεξαμενών του κύτους τών πλοίων, στις οποίες αποθηκεύεται πόσιμο [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> χονδρό [[περίδερμα]] τών αποικιών τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων το οποίο καλύπτει τη [[βάση]] τών υδράνθων και τα γονοφόρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]] ([[πρβλ]]. [[βιβλιοθήκη]]). Ως επιστημ. όρος της Νεοελληνικής η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>hydrotheque</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:07, 8 May 2023

Greek Monolingual

η / ὑδροθήκη, ΝΑ
δεξαμενή νερού, στέρνα
νεοελλ.
1. ναυτ. το σύνολο τών δεξαμενών του κύτους τών πλοίων, στις οποίες αποθηκεύεται πόσιμο νερό
2. ζωολ. χονδρό περίδερμα τών αποικιών τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων το οποίο καλύπτει τη βάση τών υδράνθων και τα γονοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + θήκη (πρβλ. βιβλιοθήκη). Ως επιστημ. όρος της Νεοελληνικής η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. hydrotheque].