Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φερεπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που γίνεται [[αίτιος]] πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, [[πολεμικός]] («φερεπτόλεμοι [[νῆες]]» — πολεμικά πλοία, <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόλεμος]] / [[πτόλεμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μενε</i>-[[πτόλεμος]], <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]])].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που γίνεται [[αίτιος]] πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, [[πολεμικός]] («φερεπτόλεμοι [[νῆες]]» — πολεμικά πλοία, <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόλεμος]] / [[πτόλεμος]] ([[πρβλ]]. [[μενεπτόλεμος]], [[φυγοπτόλεμος]])].
}}
}}

Revision as of 15:23, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερεπτόλεμος Medium diacritics: φερεπτόλεμος Low diacritics: φερεπτόλεμος Capitals: ΦΕΡΕΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: phereptólemos Transliteration B: phereptolemos Transliteration C: fereptolemos Beta Code: ferepto/lemos

English (LSJ)

ον, poet. for Φερεπόλεμος, warlike, γαῖα Jahresh.18 Beibl.35 (Olba); νηυσὶ φ. ships of war, prob. in Orac. ap. Paus.10.9.11.

Greek (Liddell-Scott)

φερεπτόλεμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ φερεπόλεμος, ον, ὁ φέρων πόλεμον, πολεμικός, νηυσὶ φ., πολεμικὰ πλοῖα, πιθαν. γραφ. ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται αίτιος πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, πολεμικός («φερεπτόλεμοι νῆες» — πολεμικά πλοία, Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. μενεπτόλεμος, φυγοπτόλεμος)].