Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιματίτης: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[αἱματίτης]]) (Α και θηλ. -ῑτις)<br />ο όμοιος με [[αίμα]]<br />«[[αιματίτης]] [[λίθος]]», [[λίθος]] που περιέχει σίδηρο (κν. [[αιματοστάτης]] και αιμοστάτης), [[φυσικό]] οξείδιο του σιδήρου Fe<sub>2</sub>O<sub>3 </sub>(αλλ. ολίγιστο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> «αἱματῑτις [[φλέψ]]», η [[φλέβα]] ως [[αγωγός]] αίματος<br /><b>2.</b> «εἰλεὸς [[αἱματίτης]]», [[πάθηση]] εντερική που οφείλεται σε [[συστροφή]] και [[απόφραξη]] του εντέρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>αἱματῖται</i>].
|mltxt=ο (Α [[αἱματίτης]]) (Α και θηλ. -ῖτις)<br />ο όμοιος με [[αίμα]]<br />«[[αιματίτης]] [[λίθος]]», [[λίθος]] που περιέχει σίδηρο (κν. [[αιματοστάτης]] και αιμοστάτης), [[φυσικό]] οξείδιο του σιδήρου Fe<sub>2</sub>O<sub>3 </sub>(αλλ. ολίγιστο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> «αἱματῖτις [[φλέψ]]», η [[φλέβα]] ως [[αγωγός]] αίματος<br /><b>2.</b> «εἰλεὸς [[αἱματίτης]]», [[πάθηση]] εντερική που οφείλεται σε [[συστροφή]] και [[απόφραξη]] του εντέρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>αἱματῖται</i>].
}}
}}

Revision as of 17:03, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο (Α αἱματίτης) (Α και θηλ. -ῖτις)
ο όμοιος με αίμα
«αιματίτης λίθος», λίθος που περιέχει σίδηρο (κν. αιματοστάτης και αιμοστάτης), φυσικό οξείδιο του σιδήρου Fe2O3 (αλλ. ολίγιστο)
αρχ.
1. «αἱματῖτις φλέψ», η φλέβα ως αγωγός αίματος
2. «εἰλεὸς αἱματίτης», πάθηση εντερική που οφείλεται σε συστροφή και απόφραξη του εντέρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα.
ΠΑΡ. μσν. αἱματῖται].