οικότροφος: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[οικότροφος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει και τρέφεται σε [[ξένο]] [[σπίτι]] επί [[πληρωμή]]<br /><b>2.</b> (για μαθητή) αυτός που διαμένει και τρέφεται στο [[σχολείο]] στο οποίο φοιτά, [[εσωτερικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διαμένει και τρέφεται στο [[σπίτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[οικότροφος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει και τρέφεται σε [[ξένο]] [[σπίτι]] επί [[πληρωμή]]<br /><b>2.</b> (για μαθητή) αυτός που διαμένει και τρέφεται στο [[σχολείο]] στο οποίο φοιτά, [[εσωτερικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διαμένει και τρέφεται στο [[σπίτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[αμμότροφος]], [[ορεσίτροφος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:54, 9 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο (Α οικότροφος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που ζει και τρέφεται σε ξένο σπίτι επί πληρωμή
2. (για μαθητή) αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σχολείο στο οποίο φοιτά, εσωτερικός
αρχ.
αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. αμμότροφος, ορεσίτροφος].