φωταυγής: Difference between revisions
From LSJ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(46) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Μ<br /><b>1.</b> [[λαμπρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φωταυγές</i><br />[[λαμπρότητα]], φωταύγεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), | |mltxt=-ές, Μ<br /><b>1.</b> [[λαμπρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φωταυγές</i><br />[[λαμπρότητα]], φωταύγεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), [[πρβλ]]. [[λυκαυγής]], [[πυραυγής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:55, 9 May 2023
German (Pape)
[Seite 1323] ές, lichtglänzend, lichthell, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φωταυγής: -ές, ὁ φωταυγῶν, φωτοβολῶν, λαμπρός, Ἐκκλ. Ζωναρ.
Greek Monolingual
-ές, Μ
1. λαμπρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φωταυγές
λαμπρότητα, φωταύγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκαυγής, πυραυγής].