φωταυγής
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1323] ές, lichtglänzend, lichthell, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φωταυγής: -ές, ὁ φωταυγῶν, φωτοβολῶν, λαμπρός, Ἐκκλ. Ζωναρ.
Greek Monolingual
-ές, Μ
1. λαμπρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φωταυγές
λαμπρότητα, φωταύγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκαυγής, πυραυγής].