μυληβόρος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυληβόρος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] τρώγει τον σίτο ή το [[αλεύρι]] που βρίσκονται στον μύλο («μυὸς οἷα μυληβόρου», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), | |mltxt=[[μυληβόρος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] τρώγει τον σίτο ή το [[αλεύρι]] που βρίσκονται στον μύλο («μυὸς οἷα μυληβόρου», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), [[πρβλ]]. [[κουροβόρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, millstone-eating, μυὸς οἷα μυληβόρου Nic.Th.446 (οἷ' ἀμυληβόρου cj. Schneid.).
German (Pape)
[Seite 217] Nic. bei Schol. Il. 8, 178, die Mühle benagend.
Greek Monolingual
μυληβόρος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος τρώγει τον σίτο ή το αλεύρι που βρίσκονται στον μύλο («μυὸς οἷα μυληβόρου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -βόρος (< βορά), πρβλ. κουροβόρος].