νεόχρηστος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεόχρηστος]], -ον (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα ή αυτός που χρησιμοποιείται από νέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χρησ</i>- του <i>χρῶμαι</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἐ</i>-<i>χρησ</i>-<i>άμην</i>), | |mltxt=[[νεόχρηστος]], -ον (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα ή αυτός που χρησιμοποιείται από νέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χρησ</i>- του <i>χρῶμαι</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἐ</i>-<i>χρησ</i>-<i>άμην</i>), [[πρβλ]]. [[εύχρηστος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, dub. in Diotog. ap. Stob.4.1.96 (leg. νεόθρεπτα).
Greek (Liddell-Scott)
νεόχρηστος: -ον, ἀμφίβολος λέξις ἐν Διωτογ. παρὰ Στοβ. 251. 28, ἔνθα ἡ ἔννοια ἀπαιτεῖ λέξιν σημαίνουσαν νέον, τρυφερόν.
Greek Monolingual
νεόχρηστος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα ή αυτός που χρησιμοποιείται από νέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + χρηστός (< θ. χρησ- του χρῶμαι, πρβλ. αόρ. ἐ-χρησ-άμην), πρβλ. εύχρηστος].