ξανθοδερκής: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξανθοδερκής]], -ές (Α)<br />(για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό [[βλέμμα]] («[[ξανθοδερκής]] [[δράκων]]», Βακχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]»), | |mltxt=[[ξανθοδερκής]], -ές (Α)<br />(για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό [[βλέμμα]] («[[ξανθοδερκής]] [[δράκων]]», Βακχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]»), [[πρβλ]]. [[οξυδερκής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:27, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, with fiery eyes, of a dragon, B.8.12.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθοδερκής: -ές, ὁ διάπυρον ῥίπτων βλέμμα, ὁ βλέπων φλογερῶς, τὸν ξανθοδερκὴς πέφν’ ἀσαγεύοντα δράκων Βακχυλ. VIII, 12 Blass.
Greek Monolingual
ξανθοδερκής, -ές (Α)
(για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό βλέμμα («ξανθοδερκής δράκων», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυδερκής].