ξανθοδερκής: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξανθοδερκής]], -ές (Α)<br />(για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό [[βλέμμα]] («[[ξανθοδερκής]] [[δράκων]]», Βακχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>δερκής</i>].
|mltxt=[[ξανθοδερκής]], -ές (Α)<br />(για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό [[βλέμμα]] («[[ξανθοδερκής]] [[δράκων]]», Βακχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]»), [[πρβλ]]. [[οξυδερκής]]].
}}
}}

Revision as of 10:27, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοδερκής Medium diacritics: ξανθοδερκής Low diacritics: ξανθοδερκής Capitals: ΞΑΝΘΟΔΕΡΚΗΣ
Transliteration A: xanthoderkḗs Transliteration B: xanthoderkēs Transliteration C: ksanthoderkis Beta Code: canqoderkh/s

English (LSJ)

ές, with fiery eyes, of a dragon, B.8.12.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοδερκής: -ές, ὁ διάπυρον ῥίπτων βλέμμα, ὁ βλέπων φλογερῶς, τὸν ξανθοδερκὴς πέφν’ ἀσαγεύοντα δράκων Βακχυλ. VIII, 12 Blass.

Greek Monolingual

ξανθοδερκής, -ές (Α)
(για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό βλέμμαξανθοδερκής δράκων», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυδερκής].