ξυλοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ξυλοτρόφος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξυλοτρόφα</i> και ορθότ. <i>ξυλότροφα</i><br /><b>εντομολ.</b> τα ξυλοφάγο έντομα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παράγει ξύλα («ξυλοτρόφα ὄρη», Στράβ,).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] «[[παράγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λωτο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[ξυλοτρόφος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξυλοτρόφα</i> και ορθότ. <i>ξυλότροφα</i><br /><b>εντομολ.</b> τα ξυλοφάγο έντομα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παράγει ξύλα («ξυλοτρόφα ὄρη», Στράβ,).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] «[[παράγω]]»), [[πρβλ]]. [[λωτοτρόφος]]].
}}
}}

Revision as of 10:30, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοτρόφος Medium diacritics: ξυλοτρόφος Low diacritics: ξυλοτρόφος Capitals: ΞΥΛΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: xylotróphos Transliteration B: xylotrophos Transliteration C: ksylotrofos Beta Code: culotro/fos

English (LSJ)

ον, producing timber, ὄρη Str.Chr.4.21.

German (Pape)

[Seite 281] Holz nährend, tragend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων ξύλα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στράβ.

Greek Monolingual

-ο (Α ξυλοτρόφος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυλοτρόφα και ορθότ. ξυλότροφα
εντομολ. τα ξυλοφάγο έντομα
αρχ.
αυτός που παράγει ξύλα («ξυλοτρόφα ὄρη», Στράβ,).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -τρόφος (< τρέφω «παράγω»), πρβλ. λωτοτρόφος].