ομοιοπλατής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοιοπλατής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[πλάτος]], [[ισοπλατής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>πλατής</i>].
|mltxt=[[ὁμοιοπλατής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[πλάτος]], [[ισοπλατής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάτος]]), [[πρβλ]]. [[ισοπλατής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὁμοιοπλατής, -ές (Α)
αυτός που έχει το ίδιο πλάτος, ισοπλατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. ισοπλατής].