ορνιθοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ὀρνιθοτρόφος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, η [[ορνιθοτρόφος]]<br />[[άτομο]] που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, [[πτηνοτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασχολείται με την [[εκτροφή]] και την [[αναπαραγωγή]] ορνίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θηριο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[ὀρνιθοτρόφος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, η [[ορνιθοτρόφος]]<br />[[άτομο]] που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, [[πτηνοτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασχολείται με την [[εκτροφή]] και την [[αναπαραγωγή]] ορνίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[θηριοτρόφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ο (Α ὀρνιθοτρόφος, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοτρόφος
άτομο που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, πτηνοτρόφος
αρχ.
αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και την αναπαραγωγή ορνίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριοτρόφος].