ξενοκρατούμαι: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ξενοκρατοῦμαι, -έομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[χώρα]] ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους<br /><b>αρχ.</b><br />βρίσκομαι υπό την [[κατοχή]] μισθοφορικών στρατευμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>κρατοῦμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαο</i>-<i>κρατούμαι</i>].
|mltxt=(Α ξενοκρατοῦμαι, -έομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[χώρα]] ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους<br /><b>αρχ.</b><br />βρίσκομαι υπό την [[κατοχή]] μισθοφορικών στρατευμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>κρατοῦμαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[πρβλ]]. [[λαοκρατούμαι]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 10 May 2023

Greek Monolingual

(Α ξενοκρατοῦμαι, -έομαι)
νεοελλ.
(για χώρα ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους
αρχ.
βρίσκομαι υπό την κατοχή μισθοφορικών στρατευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κρατοῦμαι (< κράτος), πρβλ. λαοκρατούμαι].