πλησίφως: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | {{LSJ2 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πλησῐφως | ||
|Medium diacritics=πλησίφως | |Medium diacritics=πλησίφως | ||
|Low diacritics=πλησίφως | |Low diacritics=πλησίφως |
Latest revision as of 11:11, 10 May 2023
English (LSJ)
-ωτος, ὁ, ἡ, = πλησιφαής (with full light).
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
πλησιφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι «γεμίζω» (πρβ. αόρ. ἔ-πλησ-α) + -φως (< φῶς, φωτός), πρβλ. λειψίφως].