πολύστηλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />([[ιδίως]] για γραπτό [[κείμενο]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή καταλαμβάνει πολλές στήλες («πολύστηλο [[άρθρο]]»)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εκτεταμένος]], [[μακροσκελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στήλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>στηλος</i>].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />([[ιδίως]] για γραπτό [[κείμενο]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή καταλαμβάνει πολλές στήλες («πολύστηλο [[άρθρο]]»)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εκτεταμένος]], [[μακροσκελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στήλη]]), [[πρβλ]]. [[μονόστηλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(ιδίως για γραπτό κείμενο)
1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει πολλές στήλες («πολύστηλο άρθρο»)
2. (κατ' επέκτ.) εκτεταμένος, μακροσκελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στηλος (< στήλη), πρβλ. μονόστηλος].