πολύφωτος: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(33)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφωτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ φως («[[πολύφωτος]] [[ἥλιος]]», Μηναί.)<br /><b>2.</b> αυτός που σκορπίζει, που διαχέει άπλετο φως, ο [[γεμάτος]] φως<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] φώτα («πολυφώτους ἀργυρᾱς [[λυχνίας]]» — πολυκάντηλα)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύφωτο</i>(<i>ν</i>)<br />διακοσμητικό [[συγκρότημα]] πολλών λυχνιών στο [[παρελθόν]] ή ηλεκτρικών λαμπτήρων [[σήμερα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για την [[ιερωσύνη]], τους αποστόλους και την Εκκλησία) [[μεγαλοπρεπής]], [[ένδοξος]]<br /><b>2.</b> καλά φωτισμένος<br /><b>3.</b> (για οφθαλμό) αυτός που δίνει καλή όραση<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ετερό</i>-<i>φωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφωτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ φως («[[πολύφωτος]] [[ἥλιος]]», Μηναί.)<br /><b>2.</b> αυτός που σκορπίζει, που διαχέει άπλετο φως, ο [[γεμάτος]] φως<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] φώτα («πολυφώτους ἀργυρᾱς [[λυχνίας]]» — πολυκάντηλα)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύφωτο</i>(<i>ν</i>)<br />διακοσμητικό [[συγκρότημα]] πολλών λυχνιών στο [[παρελθόν]] ή ηλεκτρικών λαμπτήρων [[σήμερα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για την [[ιερωσύνη]], τους αποστόλους και την Εκκλησία) [[μεγαλοπρεπής]], [[ένδοξος]]<br /><b>2.</b> καλά φωτισμένος<br /><b>3.</b> (για οφθαλμό) αυτός που δίνει καλή όραση<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i>), [[πρβλ]]. [[ετερόφωτος]]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[que ilumina a muchos]] de Helios κλῦθί μοι, ... ὁ ἑαυτῷ συνγινόμενος καὶ δυναμούμενος, προσαυξητὰ καὶ πολύφω<τε <b class="b3">escúchame, tú que estás unido a ti mismo y estás lleno de poder mágico, el que da el crecimiento, el que a muchos ilumina (entre voces mágicas) </b> P II 121 (cj. Pr.)
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 676] lichtreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφωτος: -ον, ὁ ἔχων πολὺ φῶς, Ἐκκλ. ― τὸ πολύφωτον, τὸ ἔχον πολλὰ φῶτα, εἶδος πολυελέου, Συμ. Θεσσαλ. περὶ ναοῦ: τὰ πολύφωτα καὶ δεκάφωτα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λ.

Spanish

que ilumina a muchos

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφωτος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολύ φως («πολύφωτος ἥλιος», Μηναί.)
2. αυτός που σκορπίζει, που διαχέει άπλετο φως, ο γεμάτος φως
3. αυτός που έχει πολλά φώτα («πολυφώτους ἀργυρᾱς λυχνίας» — πολυκάντηλα)
4. το ουδ. ως ουσ. το πολύφωτο(ν)
διακοσμητικό συγκρότημα πολλών λυχνιών στο παρελθόν ή ηλεκτρικών λαμπτήρων σήμερα
μσν.
1. (για την ιερωσύνη, τους αποστόλους και την Εκκλησία) μεγαλοπρεπής, ένδοξος
2. καλά φωτισμένος
3. (για οφθαλμό) αυτός που δίνει καλή όραση
αρχ.
λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. ετερόφωτος].

Léxico de magia

-ον que ilumina a muchos de Helios κλῦθί μοι, ... ὁ ἑαυτῷ συνγινόμενος καὶ δυναμούμενος, προσαυξητὰ καὶ πολύφω<τε escúchame, tú que estás unido a ti mismo y estás lleno de poder mágico, el que da el crecimiento, el que a muchos ilumina (entre voces mágicas) P II 121 (cj. Pr.)