σιδηροβόρος: Difference between revisions
From LSJ
ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[σιδηροβόρος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και [[σιδηροβόρος]] Ν<br />αυτός που κατατρώγει, που διαβρώνει, που καταστρέφει τον σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] «[[τροφή]]»), | |mltxt=-α, -ο / [[σιδηροβόρος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και [[σιδηροβόρος]] Ν<br />αυτός που κατατρώγει, που διαβρώνει, που καταστρέφει τον σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] «[[τροφή]]»), [[πρβλ]]. [[σαρκοβόρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 10 May 2023
English (LSJ)
ον,= σιδηροβρώς, σ. σίδηρος a file, Opp.C.2.174.
German (Pape)
[Seite 879] = σιδηροβρώς, Opp. Cyn. 2, 174.
Greek (Liddell-Scott)
σιδηροβόρος: -ον, = σιδηροβορώς, σ. σίδηρος, ῥίνη, ῥινίον, Ὀππ. Κυν. 2. 174.
Greek Monolingual
-α, -ο / σιδηροβόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και σιδηροβόρος Ν
αυτός που κατατρώγει, που διαβρώνει, που καταστρέφει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκοβόρος].