σγουρομάλλης: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θηλ. σγουρομάλλα και σγουρομαλλούσα, και [[σγουρόμαλλος]], -η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει σγουρά, κατσαρά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σγουρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάλλης</i> / -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλί]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>μάλλης</i>].
|mltxt=θηλ. σγουρομάλλα και σγουρομαλλούσα, και [[σγουρόμαλλος]], -η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει σγουρά, κατσαρά μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σγουρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάλλης</i> / -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλί]]), [[πρβλ]]. [[χρυσομάλλης]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

θηλ. σγουρομάλλα και σγουρομαλλούσα, και σγουρόμαλλος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει σγουρά, κατσαρά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός + -μάλλης / -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. χρυσομάλλης].