στραβολαίμης: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον λαιμό λοξό, με [[κλίση]] [[προς]] τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του δρυοκολαπτόμορφου πτηνού Jynx torquilla.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στραβ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λαίμης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]]), <b>πρβλ.</b> <i>μακρυ</i>-<i>λαίμης</i>].
|mltxt=-α, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον λαιμό λοξό, με [[κλίση]] [[προς]] τα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του δρυοκολαπτόμορφου πτηνού Jynx torquilla.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στραβ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λαίμης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]]), [[πρβλ]]. [[μακρυλαίμης]]].
}}
}}

Revision as of 11:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει τον λαιμό λοξό, με κλίση προς τα πλάγια
2. κοινή ονομασία του δρυοκολαπτόμορφου πτηνού Jynx torquilla.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)- + -λαίμης (< λαιμός), πρβλ. μακρυλαίμης].