ταυροθηρία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[εορτή]] [[προς]] τιμήν του Ποσειδώνος στη [[διάρκεια]] της οποίας γινόταν [[κυνήγι]] ταύρων με αγωνιστικές ή ακροβατικές ασκήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>θηρας</i> <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἰχθυο</i>-<i>θηρία</i>].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[εορτή]] [[προς]] τιμήν του Ποσειδώνος στη [[διάρκεια]] της οποίας γινόταν [[κυνήγι]] ταύρων με αγωνιστικές ή ακροβατικές ασκήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>θηρας</i> <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), [[πρβλ]]. [[ἰχθυοθηρία]]].
}}
}}

Revision as of 11:45, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροθηρία Medium diacritics: ταυροθηρία Low diacritics: ταυροθηρία Capitals: ΤΑΥΡΟΘΗΡΙΑ
Transliteration A: taurothēría Transliteration B: taurothēria Transliteration C: tavrothiria Beta Code: tauroqhri/a

English (LSJ)

ἡ, bull-hunt, = ταυροκαθάψια, IG9(2).531 (Larissa).

Greek (Liddell-Scott)

ταυροθηρία: ἡ, ἡ θήρα ταύρου, Ἐπιγρ. Λαρίσης Journ. de Cstple, 22 Novembre 1865.

Greek Monolingual

ἡ, Α
εορτή προς τιμήν του Ποσειδώνος στη διάρκεια της οποίας γινόταν κυνήγι ταύρων με αγωνιστικές ή ακροβατικές ασκήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -θηρία (< -θηρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ἰχθυοθηρία].