ἰχθυοθηρία
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
ἡ, fishing, Eust.1165.3: ἡ ἰχθυοθηρική (sc. τέχνη) Poll.1.97.
German (Pape)
[Seite 1276] ἡ, Fischfang, Eust. 1224, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυοθηρία: ἡ, ἁλιεία, Εὐστ. (;)· ἡ ἰχθυοθηρικὴ (ἐξυπ. τέχνη) Πολυδ. Α΄, 97.
Greek Monolingual
ἰχθυοθηρία, ἡ (Μ) ιχθυοθήρας
αλιεία.