τερψιεπής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που λέγεται με [[ευχαρίστηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερψι</i>- του [[τέρπω]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>πρβλ.</b> μέλλ. <i>τέρψω</i>, [[τέρψις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έπος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θελξι</i>-<i>επής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που λέγεται με [[ευχαρίστηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερψι</i>- του [[τέρπω]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>πρβλ.</b> μέλλ. <i>τέρψω</i>, [[τέρψις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έπος]]), [[πρβλ]]. [[θελξιεπής]]].
}}
}}

Revision as of 11:45, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερψῐεπής Medium diacritics: τερψιεπής Low diacritics: τερψιεπής Capitals: ΤΕΡΨΙΕΠΗΣ
Transliteration A: terpsiepḗs Transliteration B: terpsiepēs Transliteration C: terpsiepis Beta Code: teryieph/s

English (LSJ)

ές, of sweet utterance, ἀοιδαί B.12.230.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που λέγεται με ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + -επής (< έπος), πρβλ. θελξιεπής].