τοπωνύμιο: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />[[ονομασία]] ενός τόπου ή γεωγραφικού χώρου, όπως λ.χ. πόλης, κωμόπολης, χωριού, συνοικίας, δρόμου, πλατείας, βουνού, ποταμού ή οποιασδήποτε τοποθεσίας με μικρή ή [[μεγάλη]] [[έκταση]], αλλ. [[τοπωνυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνύμιο</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όνομα</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>όνομα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-<i>ωνύμιο</i>].
|mltxt=το, Ν<br />[[ονομασία]] ενός τόπου ή γεωγραφικού χώρου, όπως λ.χ. πόλης, κωμόπολης, χωριού, συνοικίας, δρόμου, πλατείας, βουνού, ποταμού ή οποιασδήποτε τοποθεσίας με μικρή ή [[μεγάλη]] [[έκταση]], αλλ. [[τοπωνυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνύμιο</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όνομα</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>όνομα</i>), [[πρβλ]]. [[παρωνύμιο]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 10 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
ονομασία ενός τόπου ή γεωγραφικού χώρου, όπως λ.χ. πόλης, κωμόπολης, χωριού, συνοικίας, δρόμου, πλατείας, βουνού, ποταμού ή οποιασδήποτε τοποθεσίας με μικρή ή μεγάλη έκταση, αλλ. τοπωνυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -ωνύμιο (< -ώνυμος < όνομα, βλ. λ. όνομα), πρβλ. παρωνύμιο].