τρομαλεόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[φωνή]] η οποία προξενεί τρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρομαλέος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀγριό</i>-<i>φωνος</i>]. τρομάμενος, -η, -ο, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) αυτός που τρέμει από φόβο, τρομαγμένος.[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της μτχ. [[τρεμάμενος]], κατ' [[επίδραση]] του [[τρόμος]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[φωνή]] η οποία προξενεί τρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρομαλέος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[ἀγριόφωνος]]]. τρομάμενος, -η, -ο, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) αυτός που τρέμει από φόβο, τρομαγμένος.[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της μτχ. [[τρεμάμενος]], κατ' [[επίδραση]] του [[τρόμος]].
}}
}}

Revision as of 11:52, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρομᾰλεόφωνος Medium diacritics: τρομαλεόφωνος Low diacritics: τρομαλεόφωνος Capitals: ΤΡΟΜΑΛΕΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: tromaleóphōnos Transliteration B: tromaleophōnos Transliteration C: tromaleofonos Beta Code: tromaleo/fwnos

English (LSJ)

ον, with trembling voice, Νέστωρ Eust.220.23.

Greek (Liddell-Scott)

τρομᾰλεόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν τρέμουσαν, τρεμουλιασμένην, τρομ. Νέστωρ Εὐστάθιος εἰς Ἰλιάδα Ὁμ. σ. 220, 23.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει φωνή η οποία προξενεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρομαλέος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ἀγριόφωνος]. τρομάμενος, -η, -ο, Ν
(στον Ερωτόκρ.) αυτός που τρέμει από φόβο, τρομαγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της μτχ. τρεμάμενος, κατ' επίδραση του τρόμος.